μουσοπόλος

μουσοπόλος
μουσοπόλος, -ον (Α)
1. αυτός που υπηρετεί τις Μούσες, δηλ. ο ποιητικός
2. αυτός που συνοδεύεται από μουσική
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ μουσοπόλος
ο αοιδός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -πολος (< πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. θεο-πόλος, ονειρο-πόλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μουσοπόλος — serving the Muses masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουσοπόλον — μουσοπόλος serving the Muses masc/fem acc sg μουσοπόλος serving the Muses neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουσοπόλε — μουσοπόλος serving the Muses masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουσοπόλοι — μουσοπόλος serving the Muses masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουσοπόλοις — μουσοπόλος serving the Muses masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουσοπόλοισι — μουσοπόλος serving the Muses masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουσοπόλου — μουσοπόλος serving the Muses masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουσοπόλων — μουσοπόλος serving the Muses masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουσοπόλῳ — μουσοπόλος serving the Muses masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μούσα — (Αστρον.). Διεθνώς Musa 600. Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 14 Ιουνίου 1906. Το φαινόμενομέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 13,0 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 10,18. * * * (I) η (ΑΜ μοῡσα, Α… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”